-
1 пятилетка
пятилетка ж 1) η πενταετία 2) (пятилетний план ) το πεντάχρονο σχέδιο* * *ж1) η πενταετία2) ( пятилетний план) το πεντάχρονο σχέδιο -
2 план
-а α.σχέδιο, πλάνο πρόγραμμα•-города το σχέδιο της πόλης•
пятилетный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο•
производственный план παραγωγικό πλάνο•
составить -φτιάχνω πλάνο•
выполнить план εκπληρώνω το πλάνο•
хорошо задуманный план καλομελετημένο σχέδιο•
перевыполнить план υπερεκπληρώνω το πλάνο.
|| οθέση, μέρος•деревья занимают задний план картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνακα.
|| μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαιότητα•отпустить на задний план βάζω σε δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία).
|| τομέας, σφαίρα. || άποψη, τρόπος εξέτασης•обсудить вопрос в теоретическом -е συζητώ το ζήτημα από θεωρητική άποψη (θεωρητικά).
-
3 пятилетка
пятилеткаж τό πεντάχρονο, τό πενταετές σχέδιο, τό πεντάχρονο πλάνο. -
4 план